- βόμβυκας
- ομεταξοσκώληκας, χρυσαλλίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βόμβυκας — Η συστηματική ζωολογία αποδίδει την ονομασία αυτή μόνο στον β. της μουριάς ή σηρικό,δηλαδή στην πεταλούδα (το ενήλικο έντομο) του μεταξοσκώληκα (προνύμφη, κοινώς κάμπια). Επικράτησε όμως να χαρακτηρίζονται β. όλα τα λεπιδόπτερα, των οποίων οι… … Dictionary of Greek
BOMBYX — genus tibiae, quod fieri solebat ex illo auletici calami genere, in lacu Orchomenio, quod inde Βομβυκίας vocabatur: illi Ζδγίτης opponebatur, quo de infra. Et quidem calamus, ut πρὸς ζδγοπο̈ίαν aptus esset, crassior evadere debebat, inundatione… … Hofmann J. Lexicon universale
δενδρόλιμος — ο γένος Λεπιδόπτερων Εντόμων τής οικογένειας Lasiocompidae, κοινώς βόμβυκας τού πεύκου … Dictionary of Greek
κουκούλι — Βλ. λ. βόμβυκας. * * * και κουκούλιο, το (ΑM κουκούλιον, Μ και κουκούλλιον) 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, κουκούλα, κεφαλόδεσμος 2. (στο Βυζάντιο) (ο τ. κουκούλιο[ν]) ειδική ονομασία τού προοιμίου τών κοντακίων νεοελλ. 1. μαλακή θήκη που παράγεται… … Dictionary of Greek
λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… … Dictionary of Greek